συναγελάζεται

συναγελάζεται
συναγελάζομαι
herd together
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονίας — μονίας, ὁ (ΑΜ) μσν. αυτός που διάγει μοναχικό βίο, μονήρης, μοναχικός αρχ. 1. ονομασία τού μήνα Ιανουαρίου 2. (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”